- ἐπιτροπευομένου
- ἐπιτροπεύωto be an administratorpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
παρεπίτροπος — ο (νομ.) δεύτερος επίτροπος ανηλίκου, επιτηρητής τών πράξεων τού κυρίως επιτρόπου και αναπληρωτής του σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ επιτρόπου και επιτροπευόμενου ανηλίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + επίτροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους… … Dictionary of Greek
συγγενικός — ή, ό / συγγενικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγγενής / συγγένεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε συγγενή ή στη συγγένεια («συγγενικοί δεσμοί») 2. παραπλήσιος, παρόμοιος, παρεμφερής («συγγενικοί κλάδοι») νεοελλ. 1. αυτός που απαρτίζεται από… … Dictionary of Greek